- Θεοκρίτου
- Θεόκριτοςjudge of godsmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεοκρίτου — θεόκριτος judge of gods masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολική ποίηση — Είδος ποίησης που εξυμνεί σε δροσερό και αφελές ύφος την απλή και ειρηνική βουκολική και αγροτική ζωή. Η ποίηση αυτή λέγεται και ειδυλλιακή, από τα ποιήματα του κορυφαίου βουκολικού ποιητή Θεόκριτου, τα οποία ονομάστηκαν από τους γραμματικούς… … Dictionary of Greek
ειδύλλιο — Όρος ο οποίος αρχικά αντιστοιχούσε στο σύντομο ποίημα. Από το περιεχόμενο του μεγαλύτερου μέρους των Ειδυλλίων του Θεόκριτου (3ος αι. π.Χ.), στη συνέχεια του Μόσχου (2ος αι. π.Χ.) και κατόπιν του Βίωνα (1ος αι. π.Χ.), που ήταν κυρίως βουκολικό,… … Dictionary of Greek
αδωνιάζουσαι — ἀδωνιάζουσαι, αι (Α) αυτές που τελούν τα Αδώνια (επιγραφή του 15ου ειδυλλίου του Θεοκρίτου). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀδωνιάζω (= τελώ τα Αδώνια)] … Dictionary of Greek
κηριοκλέπτης — κηριοκλέπτης, ὁ (Α) αυτός που κλέβει κηρήθρα, τίτλος τού δέκατου ένατου ειδυλλίου τού Θεόκριτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρίον + κλέπτης (< κλέπτης), πρβλ. ζωο κλέπτης, ιματιο κλέπτης] … Dictionary of Greek
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… … Dictionary of Greek
οαριστύς — ὀαριστύς, ύος, ἡ (Α) 1. σχέση οικειότητας, φιλική συναναστροφή 2. συμμετοχή σε κάτι («ἡ γὰρ πολέμου ὀαριστύς» η συμμετοχή και η αριστεία στον πόλεμο, Ομ. Ιλ.) 3. ως κύριο όν. τίτλος τού 27ου ειδυλλίου τού Θεοκρίτου 4. φρ. «προμάχων ὀαριοτύς» η… … Dictionary of Greek
παιδικός — ή, ὁ (ΑΜ παιδικός, ή, όν) [παῖς, παιδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παιδί (α. «παιδική ηλικία» η περίοδος τής ζωής τού ανθρώπου από τη γέννηση έως την έναρξη τής ήβης θ. «παιδικό θέατρο» γ. «παιδικός χορός», Λυσ.) 2. παιδαριώδης,… … Dictionary of Greek
πολύφημος — Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως… … Dictionary of Greek